-
1 наружный
наружный ' εξωτερικός" \наружный вид η εξωτερική Γεμφάνιση· \наружныйое (лекарство) το φάρμακο εξωτερικής χρήσης* * *нару́жный вид — η εξωτερική εμφάνιση
нару́жное (лека́рство) — το φάρμακο εξωτερικής χρήσης
1 наружный
нару́жный вид — η εξωτερική εμφάνιση
нару́жное (лека́рство) — το φάρμακο εξωτερικής χρήσης